- θυροκοπεῖ
- θυροκοπέωknock at the doorpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)θυροκοπέωknock at the doorpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυροκοπώ — θυροκοπῶ, έω (Α) [θυροκόπος] 1. (ιδίως για μέθυσο) χτυπώ τη θύρα 2. μτφ. χτυπώ κάτι σαν να χτυπώ πόρτα (α. «τὴν πλευρὰν τῇ χειρὶ θυροκοπεῑ», Πλούτ. β. «ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα θυροκοπεῑ», Αλκίφρ.) … Dictionary of Greek